- Τάλ'
- Τάλε , Τάλοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταλ(λ)αράς — ο, Ν αυτός που έχει πολλά χρήματα, πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάλ(λ)αρο + κατάλ. άς (πρβλ. τσιφλικ άς)] … Dictionary of Greek
τάλ(λ)αρο — το, Ν βλ. τάληρο … Dictionary of Greek
Τάνταλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Φρυγίας και της Λυδίας, πατέρας του Πέλοπα, του επώνυμου ήρωα της Πελοποννήσου. Ήταν κυρίως γνωστός για το μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκε στον Άδη, όπου τον βασάνιζαν αιώνια η πείνα και η δίψα· ήταν… … Dictionary of Greek
талант — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. τάλαντον) вообще нечто круглое, слиток серебра или… … Словарь церковнославянского языка
Φύταλος — ὁ, Α Αττικός ήρωας στον οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, η θεά Δήμητρα δίδαξε την καλλιέργεια τής συκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στο θ. φῠ τού φύω* και εμφανίζει επίθημα ταλ ος, το οποίο ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *tl τής ΙΕ κατάλ. * tel… … Dictionary of Greek
τάληρο — Ασημένιο νόμισμα. Κόπηκε για πρώτη φορά στο Ιοάχιμσταλ (σημερινό Γιαχίμοφ) της Τσεχοσλοβακίας. Μερικά χρόνια αργότερα καθιερώθηκε ως νομισματική μονάδα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Πολωνίας, της Σουηδίας, της Γαλλίας, της Τουρκίας, των… … Dictionary of Greek
τέλλω — Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, αποπερατώνω, φέρω εις πέρας («ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν», Πίνδ.) 2. (αμτβ.) α) ανατέλλω («ἡλίου τέλλοντος», Σοφ.) β) (για το φυτό ίριδα) αυξάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τέλλω (< *τέλ jω) συνδέεται με το θ.… … Dictionary of Greek
ταλασία — ἡ, Α ταλασιουργία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταλασία, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τον τ. τάλαντον ως εξής: τάλαντον > *ταλαντία > *ταλανσία (με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι , πρβλ. δημόσιος < *δημότιος) > ταλασία (με… … Dictionary of Greek
φυτάλιος — ον, Α φυτάλμιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. φῠ τού φύω* με επίθημα ταλ ιος (βλ. λ. φυταλιά), ενώ, κατ άλλους, έχει προέλθει από το ουσ. φυτόν με επίθημα άλιος (πρβλ. νηφ άλιος)] … Dictionary of Greek
φυταλιά — και επικ. και ιων. τ. φυταλιή, ἡ, Α 1. τόπος με δέντρα ή τόπος φυτεμένος με αμπέλια, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς τη σπαρμένη γη 2. φυτό 3. (ειδικά) α) η ελιά β) η άμπελος 4. χρόνος κατάλληλος για καλλιέργεια φυτών, το δεύτερο ήμισυ τού χειμώνα… … Dictionary of Greek